Μαλακοῦ

Μαλακοῦ
Μαλακός
soft
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαλακοῦ — μαλακός soft masc/neut gen sg μαλακόω pres imperat mp 2nd sg μαλακόω imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμπερόμετρο — Όργανο απευθείας ανάγνωσης, για τη μέτρηση της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, βαθμονομημένο σε αμπέρ και υποπολλαπλάσια του αμπέρ. Για μετρήσεις μεγάλης ευαισθησίας χρησιμοποιούνται τα γαλβανόμετρα. Για να κατατάξουμε τα α. μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… …   Dictionary of Greek

  • ADRESTE — Helenae ancilla, Homer.Od. 4. v. 305. Ε᾿κ ῤ Ε῾λένη θαλάμοιο θυώδεος ὑψορόφοιο Η῎λυςεν, Α᾿ρτέμιδι χρυσηλαχάτῳ εἰκῆα. Τῇ δ᾿ αρ ἅμ᾿ Α᾿δρήςτη κλισίην ἐΰτυκτον ἔθηκεν. Α᾿λκίππη τε τάπητα φέρεν μαλακοῦ ἐρίοιο …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αβρός — (abrus). Γένος φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Περιλαμβάνει θάμνους διακοσμητικούς, ιθαγενείς των θερμών χωρών. Τα φύλλα τους είναι πτεροειδή και τα σπέρματά τους ωοειδή. Πολλαπλασιάζονται εύκολα με σπέρματα και μπορούν να ευδοκιμήσουν στα… …   Dictionary of Greek

  • ανάδευση — Κατεργασία που χρησιμοποιείται στη σιδηρουργία για παραγωγή μαλακού σιδήρου. Πριν από την ανακάλυψη του απίου του Μπέσεμερ, η α. ήταν η μοναδική μέθοδος για την αφαίρεση του άνθρακα από τον χυτοσίδηρο· σήμερα όμως έχει περιπέσει σε αχρηστία. Η… …   Dictionary of Greek

  • ανθοτύρι — το (κ. ανθότυρο κ. αθότυρο) (κ. ανθότυρος, ο) 1. είδος μαλακού εκλεκτού τυριού με πολύ πάχος, ανάλατη μυζήθρα, χλωροτύρι, τροφάλι 2. φρ. «δεν τρώει ο γάιδαρος αθότυρο» για άνθρωπο ανάξιο που επιδιώκει σπουδαία πράγματα …   Dictionary of Greek

  • δέσμη — Σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συγκρατούνται με περιτύλιγμα ή δεσμό· ορμαθός, πακέτο, χούφτα. (Μαθημ.) Οικογένεια καμπύλων στο επίπεδο ή επιφανειών στον χώρο, που συνδέονται γραμμικά με τις παραμέτρους. Για παράδειγμα, μια δ. γραμμών στο επίπεδο… …   Dictionary of Greek

  • δασυποδίδες — (dasypodidae).Οικογένεια ζώων που ζουν στην Κεντρική και Νότια Αμερική. Είναι παμφάγα και νυχτόβια. Το σώμα τους καλύπτεται από προστατευτικό στρώμα κεράτινων φολίδων. Οι φολίδες αυτές είναι χωρισμένες σε ζώνες με ενδιάμεσα μέρη μαλακού δέρματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”